- βροτησίᾳ
- βροτησίᾱͅ , βρότειοςmortalfem dat sg (attic doric aeolic)βροτησίᾱͅ , βροτήσιοςfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βροτήσια — βρότειος mortal neut nom/voc/acc pl βροτήσιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτησίαι — βροτησίᾱͅ , βρότειος mortal fem dat sg (attic doric aeolic) βροτησίᾱͅ , βροτήσιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτησίαν — βροτησίᾱν , βρότειος mortal fem acc sg (attic doric aeolic) βροτησίᾱν , βροτήσιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πένομαι — ΝΑ (μόνον στον ενεστ. και στον παρατ.) είμαι πένητας, ενδεής, φτωχός, στερούμαι τα αναγκαία μέσα για άνετη διαβίωση, ζω στερημένα αρχ. 1. (αμτβ.) μοχθώ, κοπιάζω 2. εργάζομαι για να εξοικονομήσω τους απαραίτητους πόρους ζωής 3. έχω έλλειψη άρα και … Dictionary of Greek